αμπρί

αμπρί
το
(λ. γαλλ.), τεχνητό προκάλυμμα, καταφύγιο, συνήθως στη γραμμή της μάχης: Την ώρα που έριχνε το πυροβολικό του εχθρού στριμωχνόμαστε όλοι στο αμπρί.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αμπρί — το πρόχωμα, προκάλυμμα οχυρού που προφυλάσσει τους υπερασπιστές του από τα πυρά πυροβολικού ή αεροπλάνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. abri «καταφύγιο»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”