- αμπρί
- το(λ. γαλλ.), τεχνητό προκάλυμμα, καταφύγιο, συνήθως στη γραμμή της μάχης: Την ώρα που έριχνε το πυροβολικό του εχθρού στριμωχνόμαστε όλοι στο αμπρί.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.